συνδράω
English (LSJ)
A do along with or together, help in doing, τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσιν S.El.498 (lyr.), cf. 1025, Th.6.64; σ. τινί τι E.Andr.40; σ. αἷμα καὶ φόνον help in bloodshed and murder, Id.Or.406; τὸ συνδρῶν . . χρέος the joint necessity, Id.Andr.337.
German (Pape)
[Seite 1009] mit od. zugleich thun; τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσι, Soph. El. 488, vgl. 1014; θυγατρὶ συνδρᾷ τάδε, Eur. Andr. 40, u. öfter; Ar. Eccl. 16; Thuc. 6, 64; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδράω: μέλλ. -άσω [ᾱ], συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τοῖς δρῶσι καὶ ξυνδρῶσι Σοφ. Ἠλ. 498, πρβλ. 1025, Θουκ. 6. 64˙ σ. τινί τι Εὐρ. Ἀνδρ. 40˙ ξ. αἷμα καὶ φόνον, βοηθεῖ εἰς χύσιν αἵματος καὶ εἰς φόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 406˙ τὸ συνδρῶν γὰρ σ’ ἀναγκάσει χρέος, ἡ κοινή, ἡνωμένη ἀνάγκη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 337.
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
συνδράω: μέλ. -άσω [ᾱ], πράττω από κοινού, μετέχω στην επίτευξη κάποιου πράγματος, συμπράττω, συνεργώ, σε Σοφ., Θουκ.· συνδράω τί τινι, σε Ευρ.· ξυνδράω αἷμα καὶ φόνον, συμμετέχω στην αιματοχυσία και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν χρέος, κοινή ανάγκη, κοινό χρέος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνδράω: делать вместе, содействовать, помогать (Thuc.; σ. τινί τι Eur.): οἱ δρῶντες καὶ συνδρῶντες Soph. виновники и (их) союзники; ὁ συνδρῶν αἷμα καὶ φόνον Eur. участник кровопролития.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδράω, Att. ook ξυνδράω meewerken, meedoen, met dat. met iem.; abs.. τὸ συνδρῶν γάρ σ ’ ἀναγκάσει χρέος de verplichting ontstaan door je medeplichtigheid zal je dwingen Eur. Andr. 337. mede uitvoeren, helpen realiseren, met acc. en dat. iets met iem.:; πατήρ τε θυγατρὶ Μενέλεως συνδρᾷ τάδε en haar vader Menelaus helpt zijn dochter om dit te laten gebeuren Eur. Andr. 40; met acc.. ὁ συνδρῶν αἷμα καὶ μητρὸς φόνον degene die mededader is van het bloedvergieten en de moord op mijn moeder Eur. Or. 406.
Middle Liddell
fut. άσω
to do together, help in doing, Soph., Thuc.; ς. τί τινι Eur.; ξ. αἷμα καὶ φόνον to help in bloodshed and murder, Eur.; τὸ συνδρῶν χρέος the joint necessity, Eur.