ἀνασκάπτω

Revision as of 18:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A dig up, πλοῦτον Str.9.3.8; τύπον Plu. Thes.36; ὅλην πόλιν Pomp.62:—Pass., Arist.Mir.835b22, Plu.2.924c. 2 extirpate, of plants, Thphr.HP3.18.5 (prob. l.); raze to the ground, of buildings, Plb.16.1.6, IG12(2).526a4 (Eresus). 3 metaph. of ulcers with 'undermined edges', βεβρωμένα καὶ ἀνεσκαμμένα Archig. ap.Aët. 16.106(96).

German (Pape)

[Seite 207] ausgraben, τόπον, πόλιν, Gräben an einem Orte aufwerfen, Plut. Thes. 36 Pomp. 62; ἀνασκαφέν Dion. Hal. 2, 40; von Grund aus zerstören, Pol. 16, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκάπτω: ἀνορύττω, σκάπτω, Ἀριστ. π. Θαυμ. 73, ἐν τῷ παθ. 2) ἐκριζῶ, «ξεριζώνω», ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5: ἀνατρέπω ἐκ θεμελίων, κατεδαφίζω, ἐπὶ οἰκοδομῶν, Πολύβ. 16. 1, 6. 3) σκάπτω τὴν γῆν, Πλουτ. Θησ. 36, πρβλ. Πομπ. 62.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασκάψω, ao. ἀνέσκαψα ; part. ao.2 Pass. ἀνασκαφείς;
1 fouiller le sol;
2 ouvrir des tranchées dans, acc..
Étymologie: ἀνά, σκάπτω.

Spanish (DGE)

I 1arrancar de cuajo plantas, Thphr.HP 3.18.5(cj.), miembros de los mártires, Chrys.M.61.35
fig. arrasar τοὺς ναοὺς ἐκ θεμελίων Plb.16.1.6, cf. IG 12(2).526a.4 (Ereso).
2 desenterrar, exhumar πλοῦτον Str.9.3.8
en v. pas., Arist.Mir.835b22, Plu.2.924c
cavar ὅλην ... τὴν πόλιν Plu.Pomp.62, abs. Plu.Thes.36, D.C.63.16.2.
II part. perf. pas. mal cerrado de llagas βεβρωμένα ... καὶ ἀνεσκαμμένα Archig. en Aët.16.106.

Greek Monolingual

(AM ἀνασκάπτω)
1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος
2. ξεριζώνω, ξεχώνω
3. (στη γλώσσα της Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα
4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά.

Greek Monotonic

ἀνασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω, οργώνω το έδαφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκάπτω:
1) раскапывать, разрывать (τόπον Plut.);
2) прорывать рвами (πόλιν Plut.);
3) срывать, разрушать до основания (τοὺς ναοὺς ἐκ θεμελίων Polyb.).

Middle Liddell

to dig up, to dig up ground, Plut.