ὁπλομάχος

Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A fighting in heavy arms, X.Lac.11.8, Plb.2.65.11, LXXIs.13.5 ; -χοι ἄνδρες Alciphr. 1.11. II Subst. ὁ., ὁ, one who teaches the use of arms, drillsergeant, opp.amere fencing-master, Thphr.Char.5.10, Teles p.50 H., PCair.Zen.298 (iii B. C.), SIG697 E11 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 360] mit schweren Waffen kämpfend, Xen. Lac. 11, 8; auch der Fechtmeister, der mit eigentlichen Waffen, nicht mit hölzernen Stäben u. dgl. zu kämpfen lehrt, im Ggstz des σκιαμαχεῖν, vgl. Ath. IV, 154; Pol. 2, 65, 11; zwischen παιδοτρίβης u. γυμνασίαρχος genannt, Teles bei Stob. fl. 98, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. ὁπλομάχος, ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα ἁπλῶς εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat avec des armes pesantes ; subst.ὁπλομάχος hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.
Étymologie: ὅπλον, μάχομαι.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχος].

Greek Monotonic

ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),
I. αυτός που μάχεται φέροντας βαρύ οπλισμό, σε Ξεν.
II. ὁπλομάχος, , αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων, αξιωματικός υπεύθυνος για την εκγύμναση στρατιωτών, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλομάχος: (ᾰ) сражающийся в тяжелых доспехах Xen., Polyb.

Middle Liddell

ὁπλο-μά˘χος, ον, μάχομαι
I. fighting in heavy arms, Xen.
II. ὁπλ., one who teaches the use of arms, a drill-sergeant, Theophr.