τρύγη

Revision as of 17:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, I grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις h.Ap.55, cf. Theognost.Can.24, EM167.24, al., Eust.1003.59. 2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63 A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ grape-gatherers, Hsch. s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ. II dryness, Nic.Th.368.

German (Pape)

[Seite 1155] ἡ, 1) alle Früchte, die im Herbste reif gelesen, eingeerntet werden, Feld- u. Baumfrüchte, Getreide, Obst, Wein u. dgl., H. h. Apoll. 35; Ernte, Weinlese, τρύγας πάσας ἐξεφόρησε, vom Wein, Gaetul. 8 (XI, 409), u. a. Sp. – 2) Trockenheit, Dürre, Nic. Th. 367.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγη: [ῠ], ἡ, ὥριμος καρπός, δηλ. 1) γεννημάτων εἰσοδεία, σῖτος, κλπ., οὐδὲ τρύγην οἴσεις Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 55, πρβλ. Θεογνώστου Κανόν. σ. 24, Εὐστ. 1003. 59· «τρύγη· ὁ πυρός, καὶ ἡ κριθή, καὶ πᾶς ἄλλος καρπός, καὶ ποιὰ βοτάνη» Ἡσύχ. 2) τρυγητός, συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν, Ἀνθ. Π. 11. 203, Ἀθήν. 40Β, κλπ.· τρ. ἀμπέλων Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 31· οἱ ἐπὶ τρύγῃ, οἱ τρυγῶντες, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σταφυλοδρόμοι, πρβλ. τρυγητήρ. ΙΙ. ξηρασία, Νικ. Θηρ. 368. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. τρύγω, ἐπειδὴἔννοια τοῦ ὡρίμου περιέχει τὴν τῆς ξηρότητος· πρβλ. τρύγω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
récolte.
Étymologie: DELG τρυγάω.

Greek Monolingual

η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α
(ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός
αρχ.
1. η συγκομιδή καρπών
2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος
2. έλλειψη νερού, ξηρασία
3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη»
4. φρ. «οἱ ἐπὶ τρύγῃ» — αυτοί που κάνουν τη συγκομιδή τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την πιθανότερη άποψη, για υποχωρητ. παρ. του ρ. τρυγῶ. Ο τ. ὀτρύγη που παραδίδει ο Ησύχ. είναι δυσερμήνευτος και πιθ. εσφ. (για τη σημ. βλ. και λ. τρυγώ)].

Greek Monotonic

τρύγη: [ῠ], ἡ,
1. ώριμος καρπός, συγκομιδή δημητριακών, σιτάρι, οὐδὲ τρύγην οἴσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
2. συγκομιδή σταφυλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρύγη: (ῠ) ἡ
1) поспевшие плоды, урожай HH;
2) сбор винограда Anth.

Middle Liddell

τρύ˘γη, ἡ,
1. ripe fruit, a grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις Hhymn.
2. the vintage, Anth.