ἐπινίφω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 965] darauf, dazu schneien; ὅταν δ' ἐπινίφῃ Xen. Cyn. 8, 1; Sp.; bei Theophr. vielleicht auch transit., überschneien.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίφω: ῑ, νίφω, χιονίζω ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ χιών, Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., καλύπτω διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., ὅταν ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.
French (Bailly abrégé)
1 faire tomber de la neige sur ; Pass. être couvert de neige;
2 impers. • ἐπινίφει la neige continue à tomber.
Étymologie: ἐπί, νίφω.
Greek Monolingual
ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι
2. απρόσ. επινίφει
εξακολουθεί να χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].
Greek Monotonic
ἐπινίφω: [ῑ], χιονίζω επάνω· απρόσ., ἐπινίφει, πέφτει φρέσκο χιόνι, ξαναχιονίζει, χιονίζει εκ νέου ή εξακολουθεί να χιονίζει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινίφω: (ῑ) (о снеге) идти, покрывать: ἐπινίφει impers. Xen. снег идет.
Middle Liddell
to snow upon: impers., ἐπινίφει fresh snow falls, or it keeps snowing, Xen.