ὑάλινος

Revision as of 18:55, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

English (LSJ)

η, ον, A of crystal or of glass, Corinn.42; ἐκπώματα Ar.Ach.74; σφραγίς IG22.1451.13; σκεύη Phld.Mort.39; φιάλαι SIG1106.153 (Cos. iv/iii B. C.), cf. Hp.Ep.16,PPetr.3p.113 (iii B. C.), Paus.2.27.3; ὑάλινον χρῶμα, = ferrugineus, Gloss.; hyalinum is expld. as vitreum, viridi colore, ib.: also ὑέλινος, η, ον, AP14.52, Ael.VH 13.3. [On the quantity, v. ὕαλος fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑάλῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· φιάλη Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· ὡσαύτως ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de verre.
Étymologie: ὕαλος.

English (Strong)

from ὕαλος; glassy, i.e. transparent: of glass.

English (Thayer)

ὑαλίνη, ὑαλινον (ὕαλος, which see), in a fragment of Corinna and occasionally in the Greek writings from Aristophanes down, of glass or transparent like glass, glassy: Revelation 15:2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑάλινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α
γυάλινος
αρχ.
διαφανής και στιλπνός σαν το γυαλί («καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλλος / ὕελος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

ὑάλῐνος: -η, -ον (ὕᾰλος), κρυστάλλινος ή γυάλινος, σε Αριστοφ.· επίσης ὑέλινος, , -ον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑάλῐνος: (ῠᾰ) стеклянный (ἐκπώματα Arph., Luc.).

Middle Liddell

ὑάλῐνος, η, ον [ὕᾰλος]
of crystal or glass, Ar.: also ὑέλινος, η, ον, Anth.

Chinese

原文音譯:Ø£linoj 虛阿利挪士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:玻璃的
字義溯源:玻璃作的,玻璃的,透明如玻璃;源自(ὕαλος)*=玻璃)
出現次數:總共(3);啓(3)
譯字彙編
1) 玻璃(3) 啓4:6; 啓15:2; 啓15:2

English (Woodhouse)

of glass