χρεωστώ

Revision as of 16:46, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χρεωστῶ, -έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν
οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης
νεοελλ.
1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («του χρωστάω τα πάντα»)
2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» — έχει μεγάλο χρέος, χρωστάει πολλά
β) «χρωστάει της Μιχαλούς» — είναι τρελός
γ) «τί του χρωστάω;» — για ποιο λόγο, τί του φταίω;
νεοελλ.-μσν.
έχω ηθική υποχρέωση, οφείλω
μσν.
1. μέσ. χρεωστοῦμαι, -έομαι
α) υπόκειμαι σε κάτι («χρεωστούμενοι θανάτῳ καὶ φθορᾷ», Κύριλλ.)
β) είμαι απαραίτητος
2. φρ. «χρεωστῶ πίστιν» — οφείλω υπακοή και εμπιστοσύνη (Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. χρεωστῶ < χρεώστης (< χρέος / χρέως + -της), ενώ ο νεοελλ. τ. χρωστώ, -άω < χρεωστῶ, με συναίρεση].