συνασκώ

Revision as of 16:48, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῦμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῦμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).