επισκήπτω

Revision as of 22:53, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Greek Monolingual

ἐπισκήπτω (AM)
1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.)
2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.)
3. διατάζω, προστάζω
4. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι («ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλειν», Πλάτ.)
5. (για εντολή, διαταγή ετοιμοθάνατου) αφήνω παραγγελία («μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσαις...», Ηρόδ.)
6. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα
7. πέφτω πάνω σε κάποιον με ορμή
8. μέσ. ἐπισκήπτομαι
(ως αττ. δικαν. όρος) καταγγέλλω κάποιον για ψευδομαρτυρία
9. παθ. είμαι ένοχος για κάτι, κατηγορούμαι για κάτι («πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ’ ἐπεσκήπτου μόρον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκήπτω «υποστηρίζω, κάνω κάτι να πέσει»].