δᾳδουχέω

Revision as of 11:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

A carry a torch, esp. in pageants, E.Tr.343, Luc.Cat. 22. 2 hold the office of δᾳδοῦχος 1.1, IG2.1413,1414. II c. acc., celebrate, τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a:—Med., γόον οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Epigr.Gr.413:—Pass., to be illuminated, Socr.Rhod. 1.

German (Pape)

[Seite 513] Fackeln halten, und mit ihnen vorleuchten, Eur. Tr. 343; Luc. Cat. 22. Dah. = mit Fackeln feiern, μυστήρια Themist.; pass., mit Fackeln erleuchtet werden, Ath. IV, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδουχέω: ἔχω τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ δᾳδούχου, φέρω πυρσόν, ἰδίως ἐν πομπαῖς, Εὐρ. Τρῳ. 343, Λουκ. Κατάπλ. 22· δᾳδουχήσας, διατελέσας ἐν τούτῳ τῷ ὑπουργήματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 387, 388, κ. ἀλλ. ΙΙ. μ. αἰτ., ἑορτάζω (μετὰ δᾴδων), τὰ μυστήρια Θεμίστ. 71Α· καὶ ἐν τῷ μέσ., γόον, οὐχ ὑμέναιον ἐδᾳδουχήσατο Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 413. ― Παθ., φωτίζομαι, Ἀθήν. 148C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. δᾳδουχήσω;
tenir une torche, dans les fêtes ou sacrifices.
Étymologie: δᾳδοῦχος.

Spanish (DGE)

1 intr. ser portador de antorchas en el cortejo nupcial, E.Tr.343, en la procesión eleusina IG 22.3507 (Salamina I a.C.), 3508 (Eleusis I a.C.), Luc.Cat.22, Sch.S.Tr.214P.
2 tr. iluminar con antorchas, acompañar con antorchas una celebración ritual γόον, οὐχ ὑμέναιον IKios 102.5 (I a.C.), τὰ μυστήρια Them.Or.5.71a, τὴν πλάνην καὶ τὴν ἁρπαγὴν καὶ τὸ πένθος αὐταῖν Ἐλευσὶς δᾳδουχεῖ (de Deméter y Core), Clem.Al.Prot.2.12
c. ac. int. φέγγος ἐδᾳδούχουν περὶ παστῷ πεῦκαι AP 7.182 (Mel.)
fig. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Thdt.Is.3.710.
3 en v. med.-pas. iluminarse λαμπάσι δᾳδουχουμένης ... πόλεως Socr.Rhod.2
prenderse, arder πυρὸς ἐν ἀπορρήτῳ δᾳδουχουμένου metáf. del amor fuego que arde en secreto Ach.Tat.5.15.6.

Greek Monotonic

δᾳδουχέω: μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του δᾳδούχου, μεταφέρω το δαυλό, κρατώ αναμμένα δαδιά και φέγγω ιδίως στις πομπές, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δᾳδουχέω [δᾳδοῦχος] een fakkel dragen, fakkeldrager zijn.

Russian (Dvoretsky)

δᾳδουχέω: нести факел(ы) (ἐν γάμοις Eur.): δᾳδουχοῦσα Luc. женщина с факелом (в процессии).

Middle Liddell


to hold the office of δαιδοῦχος, to carry a torch, esp. in pageants, Eur.