ἐπιτυχία

Revision as of 08:10, 9 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,
A luck, chance, ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.
2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33; advantage, Ph.2.326.
b κατ' ἐπιτυχίαν = casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7.
3 undertaking, ματαία ἐπιτυχία BGU1060.3(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.