ράθυμος

Revision as of 15:50, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥάθυμος, -ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, -ον, Α
ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός
νεοελλ.
αράθυμος
αρχ.
1. επιπόλαιος
2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος
3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, άνετος, εύκολος («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.).
επίρρ...
ραθύμως / ῥαθύμως ΝΜΑ, και ράθυμα Ν
με ραθυμία, με νωθρότητα, νωχελικότητα
αρχ.
1. με απροσεξία, επιπολαιότητα ή αμέλεια
2. με ψυχική ηρεμία, ή και απάθεια («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ /ῥᾴ «εύκολα, χωρίς κόπο» + θυμός «ψυχή» (πρβλ. οξύ-θυμος). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, γεγονός που θα προϋπέθετε παρουσία -ι- στο θ. της λ. (πρβλ. καλλίζωνος), βλ. και λ. ῥᾶ].