ισοκόρυφος

Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰσοκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής
2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο-κόρυφος, μελαγ-κόρυφος.