ισοκόρυφος

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447

Greek Monolingual

ἰσοκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής
2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος.