ἰσοκόρυφος

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκόρῠφος Medium diacritics: ἰσοκόρυφος Low diacritics: ισοκόρυφος Capitals: ΙΣΟΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: isokóryphos Transliteration B: isokoryphos Transliteration C: isokoryfos Beta Code: i)soko/rufos

English (LSJ)

ἰσοκόρυφον, equally high or eminent, πόλεις D.H.3.9.

German (Pape)

[Seite 1264] von gleichem Gipfel, gleich hoch, übertr., πόλεις D. Hal. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκόρῠφος: -ον, ἐξ ἴσου ὑψηλὸς ἢ ἔξοχος, πόλεις Διον. Ἁλ. 3. 9.

Greek Monolingual

ἰσοκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής
2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος.