ἄοπλος

Revision as of 14:05, 14 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A without heavy armour on (cf. ὁπλίτης), Th.4.9, etc.: generally, unarmed, Pl.Prt.321c; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, i.e. the back, X.Cyr.3.3.45; ἅρμα ἄοπλον a chariot without scythes, ib.6.4.16. Cf. ἄνοπλος.

German (Pape)

[Seite 272] u. bes. Sp. ἄνοπλος (ὅπλον), waffenlos, ungewaffnet, Plat. Prot. 321 c; aber Euthyd. 299 b steht ἄνοπλος; bes. ohne schwere Bewaffnung, ἄνοπλοι Her. 9, 52; ἀνόπλους Xen. Hier. 6, 4; Sp., wie D. Sic. 20, 11; von Schiffen, ἄνοπλοι Poll. 2, 11, die nicht zum Kriegsgebrauch eingerichtet sind; ἄοπλα ἅρματα Xen. Cyr. 6, 4, 16, ohne Sichel.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοπλος: -ον, ὁ ἄνευ ἀσπίδος, ὁ ἄνευ τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ (πρβλ. ὁπλίτης), Θουκ. 4.9· κτλ.: ἐν γένει, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Πρωτ. 321C· τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, ὅ ἐ. τὰ νῶτα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ἅρμα ἄοπλ., ἅρμα, ὄχημα πολεμικὸν ἄνευ δρεπάνων, αὐτόθι 6. 4, 16· ἐπὶ πλοίων, τὸ μὴ ὡπλισμένον, μὴ ἐξηρτυμένον πρὸς πόλεμον, Πολύβ. 2. 12, 3. ― Ἐπίρρ. -ως, Βυζ. ― Πρβλ. ἄνοπλος, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καὶ οὐχὶ τόσον δόκιμος τύπος, ἴδε Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bouclier, sans armes ; ἅρμα ἄοπλον XÉN char non armé de faux.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que no lleva armas pesadas de soldados, Th.4.9, 94, cf. X.Cyr.6.4.16, Polyaen.4.9.1.
2 fig. indefenso, inerme, desarmado φύσις Pl.Prt.321c, de los atenienses, D.13.15, τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα e.d. la espalda, X.Cyr.3.3.45, ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄοπλος Plu.2.98d, παρρησία ἄοπλος οὖσα D.C.39.39.5.
3 de un carro no falcado X.Cyr.6.4.16.
II adv. ἀόπλως = sin armas de la Virgen καταβάλλουσα ἀόπλως Hymn.(AS 1 p.530), ἀόπλως τροπούμενος Rom.Mel.65.proem.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄοπλος, -ον)
αυτός που δεν έχει όπλα
αρχ.
1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος
2. «ἅρμα ἄοπλον» — άρμα χωρίς δρέπανα
3. (για πλοίο)
εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.

Greek Monotonic

ἄοπλος: -ον, αυτός που δεν φέρει ασπίδες (ὅπλα), που δεν φέρει βαρύ οπλισμό, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, αυτός που δεν φέρει όπλα, πολεμικό εξοπλισμό, σε Πλάτ.· ἅρμα ἄοπλον, το πολεμικό άρμα που δεν φέρει δρέπανα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄοπλος:
1) невооруженный, преимущ. не имеющий щита или брони (ἄοπλοι καὶ ὡπλισμένοι Thuc.; ψιλοὶ καὶ ἄοπλοι Plut.);
2) незащищенный, беззащитный (ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄ. Plat.; τὰ ἄοπλα τοῦ σώματος Xen.);
3) не снабженный боевыми серпами (ἄρμα Xen.). - см. тж. ἄνοπλος.

Middle Liddell


without shields (ὅπλα), without heavy armour, Thuc., etc.: generally, unarmed, Plat.; ἅρμα ἄοπλ. a chariot without scythes, Xen.

English (Woodhouse)

unarmed