διάλεξις

Revision as of 18:05, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

εως, ἡ, A discourse, argument, Ar.Nu.317, Jul.ad Them. 255b (pl.), f.l. in Pl.Ep.350d, Philostr.VA4.40; conversation, interview, Wilcken Chr.155.17 (iii A. D.). II = διάλεκτος 11.2, D.C. 60.17. III passage in a book, specimen of style, D.H.Dem. 21; phrase, Ἀττικαὶ δ., title of work by Aristophanes of Byzantium. IV popular discourse, lecture, Philostr.VS1.24.1, al., Diog.Oen.18, etc.; of the discourses of Epictetus, Gell.19.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

διάλεξις: -εως, ἡ, ὁμιλία, συζήτησις, Ἀριστοφ. Νεφ. 317, Ἐπ. Πλάτ. 350D. II. =διάλεκτος ΙΙ, Δίων Κ. 60, 17.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
entretien, discussion.
Étymologie: διαλέγομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Carn.18; plu. ac. -ιας Hp.Decent.1]
1 discurso, disertación filosófica οὐράνιαι Νεφέλαι ... γνώμην καὶ διάλεξιν καὶ νοῦν ἡμῖν παρέχουσιν Ar.Nu.317, cf. Sch.Ar.ad loc., ἐῶ ... τὰς μηδὲν ἐς χρέος πιπτούσας διαλέξιας dejo de lado los discursos que no conducen a nada útil Hp.Decent.1, αἱ δὲ τῶν πολλῶν διαλέξεις ... σοφιστῶν Plu.2.41d, cf. 778b, τὴν Ἀναξιμένους διάλεξιν ... διαλέλυκεν D.L.6.57, οἱ δὲ τὴν διάλεξιν ταύτην Ἀλκινόῳ τῷ Στωικῷ ἀνατιθέντες los que adscriben este discurso a Alcínoo el Estoico Philostr.VS 528.
2 discusión, debate ἡ δὲ δ. ἀγῶνα καὶ σφοδρότητα προστίθησιν pero el debate añade la lucha y la vehemencia Plu.2.130c, φὴς ... διαλέξεις ἐν περιπάτοις προσήκειν Iul.ad Them.255b, πρὸς διάλεξιν ἐπιτηδείως εἶχε se hallaba suficientemente dotado para la discusión Philostr.VA 4.40, δ. ἐν τοῖς ἑταίροις Phot.Bibl.108b14, cf. 108a39.
3 conversación, charla μετὰ τὰς τοσαύτας διαλέξεις ἔδοξεν ἤδη ποτὲ καὶ δειπνεῖν Ath.116a, κηρύκειόν τε εἰς εἰρηνικῶν διαλέξεων σύμβολον ἀναδείξασα Hld.7.3.2, ἡ γὰρ εὐχὴ δ. ἐστι πρὸς τὸν θεόν Chrys.M.53.280, cf. M.59.180, δ. καὶ ὁμιλία Iambl.VP 104, δυσκίνητος δὲ ἦν περὶ τὰς διαλέξεις καὶ φιλονεικίας Eun.VS 502, cf. 460, 481, Hsch., plu. tít. de una obra de Epicteto, transmitida por Arriano, Gell.19.1.14, Δια[λ] έξε[ις] πρὸς Τυρίους tít. de una obra fil. de autor desc. CPF 1.2.1.17, cf. Max.Tyr.tít.
4 lenguaje, lengua op. φωνή pura ‘emisión de la voz’, Hp.Carn.18, de un pueblo τὸν μὴ καὶ τὴν διάλεξίν σφων ἐπιστάμενον (Ῥωμαίων) D.C.60.17.4, cf. Epit.8.24.8, 9.6.8
op. φωνή ‘lengua’ dialecto παλαιστῖνοι καὶ φοίνικες τῇ σύρων χρῶνται φωνῇ, πολλὴν δὲ ὅμως ἡ δ. ἔχει διαφοράν Thdt.Qu.in Id.19, cf. Chrys.M.53.279.
5 palabra, expresión βαρβαρισμός· παράτονος διάλεξις Zonar.
6 plu. tratados, obras que son recopilación de discursos escritos ἐσήγετο δὲ ἐς τὰς διαλέξεις γεωμετρίαν, ἀστρονομίαν Philostr.VS 495 (= Hippias A 2), βιβλίον τι διαλέξεων διαφόρων Eus.HE 5.26, cf. 6.13.3
tb. en sg. diálogo escrito διὰ τοῦτο ... τὴν διάλε[ξ] ιν ἐκείνην ἀπέστειλά σοι Diog.Oen.63.3.14, tít. de una obra anón. del s. V a.C. Dialex., I.

Greek Monotonic

διάλεξις: -εως, ἡ (διαλέγομαι), ομιλία, συζήτηση, επιχειρηματολογία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διάλεξις: εως ἡ
1) разговор, беседа, собеседование Plat., Plut.;
2) красноречие (δ. καὶ νοῦς Arph.);
3) рассуждение (Epicteti philosophi διαλέξεις Gell.);
4) грам. = διάλεκτος 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάλεξις -εως, ἡ [διαλέγομαι] redenering:. ἐῶ... τὰς μηδὲν ἐς χρέος πιπτούσας διαλέξεις ik laat de redeneringen terzijde die geen nuttig doel dienen Hp. Dec. 1.

Middle Liddell

διάλεξις, εως n διαλέγομαι
discourse, arguing, Ar.