ἀπροστάτευτος

Revision as of 18:25, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

[τᾰ], ον, A without a leader or guide, J.AJ20.8.8, Ael.NA15.8, f.l.for sq. in Hierocl.p.54A.

German (Pape)

[Seite 339] ohne Vorsteher, οἶκος Stob. fl. 67, 24; Ael. H. A. 15, 5 u. a. Sp.; = nicht προστάτης seiend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροστάτευτος: [ᾰ], -ον, «ὁ μὴ ἔχων προστασίαν τινὸς» Ἡσύχ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 20. 8, 8· ἀγέλη ἐρήμη καὶ ἀπροστάτευτος, ἄνευ ἡγεμόνος, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans défenseur, sans guide.
Étymologie: ἀ, προστατεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene jefe o guía ἀγέλη Ael.NA 15.8, cf. Hsch.
2 que no tiene protección de Cristo, Hippol.Theoph.4, de la Virgen, Chrys.M.57.58
subst. τὸ ἀ. falta de protección Chrys.M.61.380.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροστάτευτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος
νεοελλ.
(για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος.