ἀντίον
English (LSJ)
as adverb, A = ἄντην, v. ἀντίος.
ἀντίον, τό, a part of the loom, Ar.Th.822, cf. Poll.7.36,10.125. 2 generally, loom, ἀντίον ὑφαινόντων LXX2 Ki.21.19, al.
German (Pape)
[Seite 256] τό, Ar. Ih. 822, τἀντίον, neben κανών (bei Alex., = κανών Homers), das Weberschiff, LXX. adv., s. ἀντίος.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
1neutre de ἀντίος.
English (Autenrieth)
see ἀντίος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 enjullo cilindro del telar donde se enrolla la tela, Ar.Th.822, LXX 2Re.21.19, POxy.264.4 (I d.C.), 2773.13 (I d.C.), Poll.7.36.
2 polea o cabrestante donde se enrollan los cables de un barco SB 1.4 (III d.C.).
Greek Monolingual
(I)
ἀντίον, το (AM) αντί
1. κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το αντί
αρχ.
ολόκληρος ο υφαντικός ιστός, ο αργαλιός.
(II)
ἀντίον επίρρ. (AM)
βλ. αντίος.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἀντίον:
I τό навой ткацкого станка Arph.
II adv.
1) (на)против (ἷζεν Hom.);
2) в свою очередь (τὸν δ᾽ ἀ. ηὔδα Hom.).
III и ἀντία в знач. praep. cum gen. (редко cum dat.)
1) напротив, лицом к лицу (ἀ. τινὸς στήσεσθαι Hom.);
2) в присутствии (ἀ. τινὸς μηδεμίαν φωνὴν ἱέναι Her.);
3) (со смыслом враждебности) против (ἀ. τινὶ ἐρίζειν Pind.; ἀ. τινὶ ἐς μάχην ἰέναι Her.).