διασπώ

Revision as of 15:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM διασπῶ, -άω)
διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια
νεοελλ.
1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.)
2. «διασπάται η προσοχή» — δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι συγκεκριμένο
αρχ.
1. γκρεμίζω ή προκαλώ ρήγμα («διασπῶ τὸ σταύρωμα, τὸ τεῖχος, τὴν γέφυραν»)
2. αποσπώ, παίρνω μέρος (στρατεύματος) και το μετακινώ
3. φρ. «διασπῶ τὴν πόλιν» — προκαλώ διχόνοια και αναταραχή
4. έχω πολλά στον νου μου και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.