θούρος
Greek Monolingual
θοῦρος, -ον, θηλ. και θοῦρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].