[Seite 1082] ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.
ας (ἡ) :épouse.Étymologie: fém. de εὐνητήρ.Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις².
εὐνήτειρα: дор. εὐνάτειρα ἡ супруга Aesch., Anth.