ευμάρεια

Revision as of 16:02, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) ευμαρής
νεοελλ.
αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία
αρχ.
1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.)
2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα, επιτηδειότητα
3. (για εσωτερική κατάσταση) καλή κατάσταση, άνεση, ανάπαυση, ανακούφιση («εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ», Σοφ.)
4. φρ. α) «εὐμαρείῃ χρᾶσθαι»
(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί κανείς (Ηρόδ.)
β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει κανείς εύκολα ή με πρόχειρα μέσα (Πλάτ.)
γ) «εὐμάρειά ἐστι» — είναι εύκολο να...
δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (Λουκιαν.)
ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με κάθε ευκολία
στ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή ευκολία, με αφθονία
5. αφθονίαεὐμάρεια τούτου», Σοφ.).