ἀπολήγω

Revision as of 11:50, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

English (LSJ)

A leave off, desist from, c. gen., ἀλλ' οὐδ' ὣς ἀπέληγε μάχης 11.7.263; οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς ib.21.577; νέον δ' ἀπέληγεν ἐδωδῆς ib.24.475; ἀ. ἔρωτος Pl.R.490b. 2 c. part., leave off doing, 11.17.565, Od.19.166; [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει 11.6.149: abs., cease, desist, ib.13.230, 20.99; κλέος. . οὐδ' ἀπολήξει Xenoph.6.3; opp. γίνεται, Emp.17.30; of the wind, fall, Theoc.22.19. 3 ἀ. εἰς ἕν end in. ., Arist.Mu.399a13, cf. Str.13.4.1, Plu.2.496a, Luc.Im.6; ἐς ὀξύ taper to a point, Arr.Tact.16.7: Rhet., of the close of a sentence, ἀ. εἰς συνδέσμους Demetr.Eloc.257. b τὸ ἀπολῆγον [τοῦ βουνοῦ] the extremity of the hill, Inscr.Prien.37.168 (ii B. C.): so Medic., τὰ ἀ. μέρη the extremities, Ruf. ap. Orib.49.33.11, al. II trans., = ἀποπαύω, A.R.4.767. [ἀπολλ. 11.15.31, Od.13.151, 19.166, Theoc. l.c., al.]

German (Pape)

[Seite 311] ep. auch ἀπολλήγω, aufhören, Iliad. 6, 149 ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει; c. part., χαλκῷ δηιόων, Il. 17, 565; vgl. Od. 19, 166; absol., Il. 20, 99; Plat. Tim. 80 b; von Winden, sich legen, Theocr. 22, 19; τινός, abstehen von etwas, μάχης Iliad. 7, 263, ἀπατάων 15, 31, ἀλκῆς 21, 577, ἐδωδῆς 24, 475, πομπῆς Od. 13, 151, εἰρεσίης 12, 224; ἔρωτος Plat. Rep. VI, 490 b; εἴς τι, in etwas auslaufen, Luc. imag. 6. – Bei Ap. Rh. 4, 766, ὥς κεν ἀήτας – ἀπολήξειεν, aufhören lassen, stillen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολήγω: παύομαι, δίδω τέλος, ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) μετὰ μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, ἀπέχω, Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, καταπίπτω, κοπάζω, Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = ἀποπαύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ λέξις γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπέληγον, f. ἀπολήξω, etc.
se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.
Étymologie: ἀπό, λήγω.

English (Autenrieth)

fut. ἀπολλήξεις, aor. subj. ἀπολλήξῃς, -ωσι, opt. ἀπολλήξειαν: cease from, desist, τινός, Il. 7.263, ν 1, Od. 12.224; with part., Il. 17.565, Od. 19.166; abs., ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει, ‘passes away,’ Il. 6.146, Il. 13.230.

Spanish (DGE)

I intr.
1 cesar, detenerse, terminar μήτ' ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ Il.13.230, τῆμος Ζεὺς ὕοι ... μηδ' ἀπολήγοι Hes.Op.488, ἀνδρῶν γενεή Il.6.149, κλέος Xenoph.B 6, πρὸς τοῖς οὔτ' ἄρ' τι ἐπιγίνεται οὐδ' ἀπολήγει Emp.B 17.30, βέλος Il.20.99, τὰ ὑποχωρήματα Hp.Epid.7.3, φορά Pl.Ti.80b, ἄνεμοι Theoc.22.19, ἡ βασιλεία LXX Da.5.28.
2 c. part. dejar de δηϊόων Il.17.565, τὸν ἐμὸν γόνον ἐξερέουσα Od.19.166
c. gen. cesar, desistir de, poner fin a μάχης Il.7.263, Nonn.D.22.354, ἀλκῆς Il.21.577, ἐδωδῆς Il.24.475, τοῦ ἔρωτος Pl.R.490b, φόνοιο Q.S.9.171.
II intr. en usos esp.
1 desaparecer, menguar de la luna αὔξειν καὶ ἀπολήγειν PMag.13.65.
2 en part. c. valor local κατὰ τὸ ἀπολῆγον αὐτοῦ μέρος en la parte extrema (de la montaña) Peripl.M.Rubri 33
de donde tb. subst. τὸ ἀπολῆγον la cima, IPr.37.168 (II a.C.), Agath.2.5.7, 3.20.10, en plu. τὰ ἀπολήγοντα las extremidades Ruf. en Orib.49.34.11.
3 c. εἰς terminar en εἰς ἕν Arist.Mu.399a13, εἰς ὀξύ en punta Arr.Tact.16.7, εἰς συνδέσμους de una frase, Demetr.Eloc.257, cf. Str.13.4.1, Plu.2.496a, Luc.Im.6.
III tr. hacer cesar ἀήτας A.R.4.767.

Greek Monolingual

ἀπολήγω) λήγω
νεοελλ.
καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα
αρχ.
1. δίνω τέλος σε κάτι
2. παύω, σταματώ, περνώ
3. σταματώ να κάνω κάτι
4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω
5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον
η απόληξη, η άκρη, το άκρον.

Greek Monotonic

ἀπολήγω: Επικ. ἀπολ-λήγω, μέλ. -ίξω·
1. σταματώ, αποσύρομαι, δίδω τέλος, απέχω από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
2. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Όμηρ.· απόλ., παύω, απέχω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολήγω: (у Hom. in arsi -ο-)
1) оставлять, прекращать, переставать (μάχης Hom.; ἔρωτος Plat.);
2) прекращаться: ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ᾽ ἀπολήγει Hom. одно поколение людей нарождается, другое умирает; ἀπολήγοντ᾽ ἄνεμοι Theocr. ветры утихают;
3) оканчиваться, переходить (εἴς τι Arst., Plut., Luc.).

Middle Liddell


1. to leave off, desist from a thing, c. gen., Il., Plat.
2. c. part. to leave off doing, Hom.:—absol. to cease, desist, Plat.