ἐκσκευάζω

Revision as of 11:03, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

A disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30:—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2:—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.

German (Pape)

[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.

French (Bailly abrégé)

enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.

Spanish (DGE)

1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.
2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
saquear οἴκους I.BI 4.404.

Greek Monolingual

ἐκσκευάζω (Α)
1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.)
2. διαρπάζω, λεηλατώ
3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω.

Greek Monotonic

ἐκσκευάζω: μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσκευάζω: лишать орудий: ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Dem. сельскохозяйственный инвентарь был отобран.

Middle Liddell

fut. σω
to disfurnish of tools and implements, Dem.