λάχνος
English (LSJ)
(A), ὁ, A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ, A glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.
(II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.
(III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
λάχνος: ὁ овечья шерсть, руно Hom.