διαφύσσω

Revision as of 11:39, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

aor. -ήφῠσα, A draw continually, οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16.110. II draw away, tear away, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι 19.450; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.508. III draw out, χίμετλα Nic.Th.682.

German (Pape)

[Seite 612] ίἀφύσσω), herausschöpfen; οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 διήφυσεν· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507.

Greek (Liddell-Scott)

διαφύσσω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, οἶνον διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. διήφυσε;
1 puiser sans cesse, jusqu’au bout;
2 enlever, arracher : πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι OD un gros morceau de chair avec sa défense en parl. d'un sanglier.
Étymologie: διά, ἀφυσσω.

English (Autenrieth)

aor. διήφυσε: draw off entirely, consume; tear away (by ripping), πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι (σῦς), Od. 19.450. Cf. ἀφύσσω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήφῠσα Il.13.507 (tm.), 14.517 (tm.), Od.19.450, Nic.Th.682, Nonn.D.14.381]
1 sacar a través, sacar διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.507, 14.517, cf. Nonn.l.c., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.19.450.
2 sacar hasta el fin, agotar en v. pas. (ὁράασθαι) οἶνον διαφυσσόμενον Od.16.110
eliminar, quitar ὀλοφυδνὰ ... χίμετλα Nic.l.c.

Greek Monolingual

διαφύσσω (Α)
1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω
2. αποσπώ, αποκόπτω
3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά).

Greek Monotonic

διᾰφύσσω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήφῠσα·
I. αντλώ υγρά διαρκώς, εξαντλώ — Παθ., λέγεται για το κρασί, σε Ομήρ. Οδ.
II. διώχνω μακριά, αποσπώ, αφαιρώ, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαφύσσω:
1) вычерпывать, выпивать (οἶνον Hom.);
2) выхватывать, вырывать (πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι Hom.).

Middle Liddell

fut. ξω aor1 -ήφῠσα
I. to draw off liquids continually: Pass., of wine, Od.
II. to draw away, tear away, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.