πύππαξ

Revision as of 16:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

an exclamation of admiration, bravo! Pl.Euthd.303a, Com.Adesp.1130.

German (Pape)

[Seite 819] u. πύπαξ, Ausruf der Verwunderung, des Erstaunens, potz! potztausend! (vgl. πόποι, βαβαί, βομβάξ) Plat. Euthyd. 303 a πυππὰξ ὦ 'Ἡράκλεις καλοῦ λόγου, wo das Folgende zu vergleichen. – Hesych. erwähnt auch φύππαξ.

Greek (Liddell-Scott)

πύππαξ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ πόποι, βαβαί, βομβάξ, Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί»· κατὰ δὲ Φώτιον: «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - ἐντεῦθεν πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ πύππαξ, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. ὑπερπυππάζω.

French (Bailly abrégé)

interj.
c. πυππάξ.

Greek Monolingual

ή πυππάξ Α
1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῦ λόγου», Πλάτ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ
ὡς πένθους ἀμετάφραστον».

Greek Monotonic

πύππαξ: επιφών. έκπληξης, μπράβο! σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!

Frisk Etymological English

Grammatical information: excl.
Meaning: exclamation of admiration (Pl., Com. Adesp.).
Derivatives: παππάζω (Cratin. 52).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Exclamation of onomatop. character; it could (also) be Pre-Greek.

Middle Liddell


an exclamation of surprise, bravo! Plat.