πόποι
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
exclamation of surprise, anger, or pain, ὢ π. freq. in Hom., always at the beginning of a verse and sentence;
A ὢ π., οἷον ἔειπε.. Od.17.248; ὢ π., οἷον δή νυ.. 1.32; ὢ π., ὡς.. 10.38, al; ὢ π., ἦ μάλα.. Il.16.745, al.; ὢ π. οὐδέ νύ σοί περ 8.201, cf. Od.17.454; ὢ π... καὶ δὴ Il.21.420; in later Ep. and Eleg., A.R.3.558, al., Ap5.253 (Paul. Sil.); Trag. only in lyr., exc. A.Pers.731 (troch., c. gen.), as ib.852, Eu.145, S.OT168: with other exclamation, ἰὼ π. A.Pr.575, Ag.1100; ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ ib.1072, 1076.—Later writers expld. πόποι as a Dryopian word = δαίμονες, Plu.2.22c, or, = ἀγάλματα ὑπόγαια τῶν θεῶν, EM823.32, and πόποι = θεοί Lyc.943; dat. πόποις Euph.136.
German (Pape)
[Seite 682] Ausruf des Staunens und Unwillens, auch des Zornes oder Schmerzes, sonderbar, entsetzlich, schändlich, verwandt mit παπαί, Hom. oft, u. immer ὢ πόποι, im Anfange der Rede; Tragg.: Ξέρξης μὲν ἥγαγε, πόποι, Aesch. Pers. 542; ἰὼ πόποι, Ag. 1071; ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ, 1042; Ausruf des Schmerzes, Soph. O. R. 167 Tr. 850. – Nach spätern Erklärern sollen die Götter bei den Dryopern πόποι geheißen haben, u. ὦ πόποι, o ihr Götter! soll ein wirklicher Anruf sein, was für die homerischen Stellen meist unpassend ist. Die sp. D. aber, wie Lycophr. 943 u. Euphorion behandelten das Wort wie ein subst. u. declinirten es, Mein. Anal. Alex. p. 128.
French (Bailly abrégé)
1interj.
cri d'étonnement, de colère ou de douleur : oh ! ah ! grands dieux !.
Étymologie: cf. πόποι² ; cf. παπαῖ.
2(οἱ) :
= δαίμονες, chez les Dryopes.
Étymologie:.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόποι uitroep van pijn, verbazing of boosheid och!, ach!.
Russian (Dvoretsky)
πόποι:
I преимущ. ὦ πόποι interj. возглас изумления, скорби или негодования, ах! Hom., Trag.
II οἱ попы (низшие божества у дриопов) Plut.
English (Autenrieth)
(cf. παπαί): interjection, always ὦ πόποι, alas! alack! well-a-day! Il. 2.272. Usually of grief or displeasure, except in the passage cited.
English (Slater)
πόποι exclamation of distress. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.
Greek Monolingual
Α
1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου
2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι
οι θεοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια ειδική χρήση].
Greek Monotonic
πόποι: επιφών., χρησιμ. για να εκφράσει έκπληξη, θυμό ή πόνο, ὦ πόποι, τι παράξενο! τι κρίμα! σε Όμηρ., Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
πόποι: ἐπίφθεγμα σχετλιαστικὸν πρὸς ἔκφρασιν σχετλιασμοῦ, ἐκπλήξεως, ὀργῆς ἢ πόνου, ὦ πόποι, συγγενὲς τῷ παπαί, βαβαί, Λατ. papae, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει ὦ πόποι, ἐν ἀρχῇ στίχου καὶ περιόδου· ὦ πόποι οἷον ἔειπε... Ὀδ. Ρ. 248, πρβλ. 454, Ἰλ. Θ. 201, κτλ.· ὦ π., οἷον δή νυ... Ὀδ. Λ. 32, κτλ.· ὦ π., ὡς... Κ. 38, κτλ.· καὶ λὶαν συχνάκις, ὦ π., ἦ μάλα δή..., καὶ τὰ ὅμοια, σπανίως ἄνευ μορίου ἀκολουθοῦντος Ἰλ. Φ. 420· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἐλεγ. ποιηταῖς· ― ὁ Αἰσχύλ. (Πέρσ. 852, Εὐμ. 145) καὶ ὁ Σοφ. (Οἰδ. Τύρ. 167) ἔχουσιν ὡσαύτως ὦ πόποι, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις· (ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 731, ἐν τροχαϊκῷ στίχῳ μετὰ γεν., ὡς τὸ φεῦ)· ὡσαύτως μετ’ ἄλλου ἐπιφωνήματος, οἷον ἰὼ πόποι (ὅτε πολλάκις φέρεται ποποῖ), Αἰσχύλ. Πρ. 575, Ἀγ. 1100 ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ αὐτόθι 1072, 1076. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἀνεκάλυψαν ὅτι οἱ Δρύοπες ἐκάλουν τοὺς θεοὺς πόποι, Πλούτ. 2. 22C, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 823, 30· ὥστε ἡ λέξις δὲν θὰ ἦτο ἁπλοῦν ἐπιφώνημα, ἀλλὰ κλητική. Τοῦτο ὅμως ἦτο ἁπλῆ ἐπίνοια· ὅτι δὲ ὁ Λυκόφρων καὶ ὁ Εὐφορίων κλίνουσιν αὐτὸ καθ’ ὅλας τὰς πτώσεις ἀποδεικνύει μόνον ὅτι ἡ ἰδέα αὕτη εἶχε γείνῃ ἀποδεκτὴ μεταξὺ τῶν πεπαιδευμένων τῶν χρόνων ἐκείνων, Meineke εἰς Εὐφορ. Ἀποσπ. 99.
Frisk Etymological English
Grammatical information: interj.
Meaning: Interjection of surprise, unwill etc. (ep. Il.); πόπαξ (A. Eu. 143).
Other forms: ep. ω πόποι.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Elementary creation like παπαῖ, βαβαί, -άξ; s. vv. On the reinterpretation of ω (ὦ) πόποι as oh gods! in Lycophr. and Euph. s. Leumann Hom. Wörter 33 and Ruijgh L'élém. ach. 101. -- The variation π/β and α/ο shows that the word is of Pre-Greek origin; Furnée 155 A 1.
Middle Liddell
exclamation of surprise, anger or pain, ὦ πόποι oh strange! oh shame! Hom., Trag.
Frisk Etymology German
πόποι: {pópoi}
Forms: ep. ὢ πόποι
Meaning: Ausruf des Staunens, des Unwillens usw. (ep. poet. seit Il.); πόπαξ (A. Eu. 143).
Etymology: Elementarschöpfung wie παπαῖ, βαβαί, -άξ; s. dd. Über die Umdeutung von ὢ (ὦ) πόποι als ‘ihr Götter!’ bei Lykophr. und Euph. s. Leumann Hom. Wörter 33 und Ruijgh L’élém. ach. 101.
Page 2,579