λιπασμός

Revision as of 03:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, das Fettmachen, Mästen, Sp., auch Düngen des Landes, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπασμός: ὁ, ἄλειμμα, ἀλοιφή, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, πάχυνσις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λιπασμός) λιπαίνω
νεοελλ.
(για το έδαφος) λίπανση
μσν.-αρχ.
πάχυνση
αρχ.
επάλειψη με λίπος.