πελεκώ
Greek Monolingual
πελεκῶ, -άω, ΝΜΑ πέλεκυς
1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.)
2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τους προσαρμόσω σε ορισμένη θέση («ἐργαλεῖον ᾧ τοὺς λίθους πελεκῶσι», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. ξυλοκοπώ, δέρνω ανηλεώς
2. κόβω σε τεμάχια, πετσοκόβω
3. φονεύω κάποιον κόβοντας τα μέλη του
αρχ.
(για άνδρα) έρχομαι σε σαρκική μίξη.