ὑπερθύριον

Revision as of 15:43, 8 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[θῠ], τό, (θύρα)
A lintel, lintel of a door or lintel of a gate, Od.7.90; ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Hes.Sc.271:—in Prose, ὑπέρθῠρον, τό, Hdt.1.179, IG12.372.201, 42(1).103 B97 (Epid., iv B. C.), 11(2).145.19 (Delos, iv/iii B. C.), Inscr.Délos 442 B70 (ii B. C.), J.BJ5.5.3, Plu.2.684a, etc.; also in Parm.1.12, Herod.2.65 (pl.).
II Lat. hyperthyrum, frieze over the lintel, Vitr.4.6.2.

German (Pape)

[Seite 1197] τό, der Balken, der die Thüröffnung oberwärts schließt, im Ggstz gegen οὐδός, die Oberschwelle; Od. 7, 90; Hes. Sc. 271.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθύριον: [ῠ], τό, (θύρα) ἡ ἄνω φλιὰ θύρας ἢ πύλης, Λατ. superliminare (Plin.), ἀργύρεον δ’ ἐφ’ ὑπερθύριον, «τὸ ὑπερκείμενον ταῖς θύραις, εἰς ὃ οἱ ἄνω στρόφιγγες ἐναρμόζονται» (Σχόλ.) Ὀδ. Η. 90· ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 271· - παρὰ πεζολόγοις ὑπέρθῠρον, τό, Ἡρόδ. 1. 179, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 93, Πλούτ. 2. 684Α, κλπ.· οὕτω καὶ παρὰ Παρμεν. 12 Kaist. ΙΙ. παρὰ τῷ Βιτρουβ. 4. 6. hyperthyrum εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴν θύραν γεῖσον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pierre ou poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.
Étymologie: ὑπέρθυρος.

English (Autenrieth)

(θύρη): linted of a door, opp. οὐδός, Od. 7.90†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + υπερθύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].

Greek Monotonic

ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθύριον: τό Hom., Hes. = ὑπέρθυρον.

Middle Liddell

ὑ˘περ-θύριον, ου, τό, θύρα
the lintel of a door or gate, Lat. superliminare, Od., Hes.

Translations

Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: latei; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: linteau; Galician: lumieira, lintel; German: Sturz; Greek: υπέρθυρο, ανώφλι, πρέκι; Ancient Greek: ὑπέρθυρον, ὑπερθύριον, ἀνώφλιον; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: piattabanda; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: lintel; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: притолока; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: lintel, dintel; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws