συναίσθηση

Revision as of 19:55, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / συναίσθησις, -ήσεως, ΝΜΑ συναισθάνομαι
η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση της κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ.
γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)
μσν.
1. η συμμετοχή στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η συμπάθεια
2. συμφωνία, συνεννόηση
αρχ.
1. η από κοινού αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων
2. το αίσθημα που είναι επακόλουθο της αρρώστιας.