βαθύφρων

Revision as of 12:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = βαθύβουλος, Sol.33.1; Μοῖραι Pi.N.7.1.

Spanish (DGE)

(βᾰθύφρων) -ον
de espíritu profundo Σόλων Sol.23.1, cf. Ptol.Tetr.3.14.10, Μοῖραι Pi.N.7.1.

German (Pape)

[Seite 425] tiefverständig, Μοῖραι Pind. N. 7, 1; Sol. bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύφρων: -ον, =βαθύβουλος, Σόλ. 25. 1, Πίνδ. Ν. 7. 1.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit profond, aux desseins profonds.
Étymologie: βαθύς, φρήν.

English (Slater)

βαθύφρων
1 with profound thoughts Μοισᾶν βαθυφρόνων (N. 7.1)

Greek Monolingual

βαθύφρων, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, κακόφρων, μεγαλόφρων, παράφρων κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰθύφρων: -ον (φρήν), = βαθύβουλος, σε Σόλ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύφρων: 2, gen. ονος
1) проницательный (Μοῖραι Pind.; ἀνήρ Plut.);
2) полный глубоких замыслов (Ἡρακλῆς Theocr.).

Middle Liddell

= βαθύβουλος, Solon, Pind.] φρήν

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύφρων -ον, gen. -ονος βαθύς, φρήν met diep inzicht, wijs.