ἀνερίναστος

Revision as of 13:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῑ], ον, not ripened by caprification, of figs, Thphr.HP 2.8.3, CP2.9.12, Suid.; cf. ἀνηρίναστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀνηρ- Hsch.
no cabrahigado de higos, Thphr.HP 2.8.3, CP 2.9.12, Sud.
fig. de pers. incapaz Hermipp.59
que no madura, estéril Hsch., Et.Gen.860.

German (Pape)

[Seite 226] auch ἀνηρίναστος geschr., nicht durch Kunst zur Reise gebracht, σῦκα Theophr., v.l. von folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερίναστος: [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, ὅταν ὡριμάζωσιν ἄνευ τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον (σῦκον) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «ἀνερίναστος συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ ἀνερίναστος ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ ἄγονος» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἀνερίναστος.

Greek Monolingual

ἀνερίναστος, -ον (Α)
1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά
2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].