ἄκνισος

Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, (κνῖσα)
A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6.
2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b.
3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως = without being smoked or without being burnt, Gal.14.266.

Spanish (DGE)

(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσος Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. ἀκνίσως = sin humo, sin ahumar ἵνα ἀκνίσωςἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: , κνῖσα.

Greek Monolingual

ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.

Greek Monotonic

ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκνῑσος:
1) не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2) нежирный (τροφή Plut.).

Middle Liddell

κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.