συμποτικός

Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, convivial, συμποτικὰ πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι συμποτικοί the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; συμποτικαὶ ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; συμποτικὴ (μουσική) Phld.Mus.p.82 K.; (ἀρετή) Id.D.3Fr.76; συμποτικοὶ διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; συμποτικὰ προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα συμποτικά, of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός = a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. συμποτικώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. συμποτικώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. συμποτικῶς = convivially Poll.6.20.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un festin ou des convives;
2 bon convive;
Cp. συμποτικώτερος, Sp. συμποτικώτατος.
Étymologie: συμπότης.

Greek (Liddell-Scott)

συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθενφράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπότης
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου του Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.

Greek Monotonic

συμποτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιον, σε αυτούς που πίνουν μαζί, φαιδρός, χαρούμενος, σε Αριστοφ.· συμποτικαὶ ἁρμονίαι, σκοποί που είναι κατάλληλοι για τραγούδια συμποσιαστών, σε Πλάτ.· συμποτικός, φαιδρός, κεφάτος άνθρωπος, σε Αριστοφ.· συγκρ. -ώτερος, υπερθ. -ώτατος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποτικός -ή -όν, Att. ook ξυμποτικός [συμπότης] passend bij een symposium, van of voor een symposium:; νόμοι συμποτικοί regels van het symposium Plat. Lg. 671c; συμποτικαί ἁρμονίαι toonsoorten die passen bij een symposium Plat. Resp. 398e; van personen: zich gedragend zoals het hoort bij een symposium.

Russian (Dvoretsky)

I пиршественный (πράγματα Arph.; νόμοι Plat.): συμποτικαὶ ἁρμονίαι Plut. застольные песни.
IIприятный собутыльник Arph., Polyb.

Middle Liddell

συμποτικός, ή, όν [from συμπότης
of or for a συμπόσιον, convivial, jolly, Ar.; ς. ἁρμονίαι airs suited for drinking songs, Plat.:— συμποτικός a jolly fellow, Ar.:—comp. -ώτερος, Sup. -ώτατος, Luc.