ἀνταποφαίνω

Revision as of 12:28, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

show on the other hand, Th.3.38,67.

Spanish (DGE)

I tr.
1 contradecir, oponerse a τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφαίνεις ὡς οὐκ ἔγνωσται demuestras que lo acordado no representa la opinión general Th.3.38.
2 en v. med. mostrar a su vez τὴν ... ἡλικίαν Th.3.67, γνώμην I.AI 19.178
tb. en v. act. ἀνταποφαίνει τοὺς ... ἐπάγοντας τὴν ἀράν Cyr.Al.M.73.769D.
II intr. en v. med. estar en desacuerdo, mostrar una opinión contraria Pall.V.Chrys.9 (M.47.30), ἐπ' ἴσης Clem.Al.Strom.7.16.95, 8.1.4.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen zeigen, beweisen, Thuc. ἀνταποφῆναι 3, 48; τὴν ἡλικίαν δεινότερα παθοῦσαν 3, 67. – Med., seine Meinung dagegen aussprechen, Clem. Al. γνώμην, wie Ios.

French (Bailly abrégé)

exposer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποφαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποφαίνω: ἀνταποδεικνύω, ἀποδεικνύω τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 38, 67: - Μέσ., ἀποφαίνομαι ἐναντίαν γνώμην, ἰσχυρίζομαι ἐκ τοῦ ἐναντίου, Κλήμ. Ἀλ. 891.

Greek Monolingual

ἀνταποφαίνω (Α)
1. αποδεικνύω το αντίθετο
2. μέσ. (-ομαι) εκφέρω αντίθετη γνώμη, ισχυρίζομαι το αντίθετο.

Greek Monotonic

ἀνταποφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, αποδεικνύω, καταδεικνύω από την άλλη μεριά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποφαίνω: доказывать со своей стороны, приводить обратное доказательство: ἡμεῖς ἀνταποφαίνομεν … Thuc. мы же, наоборот, утверждаем ….

Middle Liddell


to show on the other hand, Thuc.