ἀποστυφελίζω

Revision as of 13:26, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

drive away by force from, τινά τινος Il.18.158, AP 7.603 (Jul. Aegypt.).

Spanish (DGE)

(ἀποστῠφελίζω)
separar c. gen. separat., sin ac. expreso, (a Héctor) νεκροῦ Il.18.158, μόχθων AP 7.603 (Iul.Aegypt.)
c. ac. y gen. separat. τρυφάλειαν ... κομάων Nonn.D.21.7
c. ac. y giro preposicional arrojar Γλαῦκον ἀπεστυφέλιξαν ἐπὶ χθονὶ λυσσάδες ἵπποι Nonn.D.11.143.

German (Pape)

[Seite 328] (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχθων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).

French (Bailly abrégé)

repousser ou séparer avec violence : τινά τινος une personne d'une autre.
Étymologie: ἀπό, στυφελίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστῠφελίζω: ἀπωθῶ, ἀποδιώκω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀπομακρύνω, τινά τινος Ἰλ. Σ. 158, Ἀνθ. Π. 7. 603.

English (Autenrieth)

only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)

Greek Monolingual

ἀποστυφελίζω (Α)
απομακρύνω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].

Greek Monotonic

ἀποστῠφελίζω: μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από, απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστῠφελίζω:
1) отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);
2) отрывать, освобождать (μόχθων Anth.).

Middle Liddell


to drive away by force from, τινά τινος Il.