ἄφερκτος

Revision as of 14:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (ἀφείργω) shut out from, A.Ch.446 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
recluido c. dat. μυχῷ en lo más recóndito del palacio, A.Ch.446.

German (Pape)

[Seite 408] ausgeschlossen, μυχοῦ Aesch. Ch. 440.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exclu de, gén..
Étymologie: adj. verb. de ἀφείργω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερκτος: -ον, (ἀπέργω) ἀποκεκλεισμένος, μυχοῦ δ’ ἄφερκτος Αἰσχύλ. Χο. 446, πρβλ. μυχὸς 2.

Greek Monolingual

ἄφερκτος, -ον (Α)
αποκλεισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)].

Greek Monotonic

ἄφερκτος: -ον (ἀπ-είργω), αποκλεισμένος από ένα μέρος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφερκτος: выброшенный, исключенный (μυχοῦ Aesch.).

Middle Liddell

ἀπείργω
shut out from a place, Aesch.