προκατακλίνω

Revision as of 21:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

[ῑ], cause to lie down before others, at meals, ib.15.2.4:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.DDeor.13.1; stoop down before, J.BJ5.6.3.

German (Pape)

[Seite 728] vorher niederlegen, bes. am ersten Platze od. an einem höhern Platze zu Tische sich niederlegen lassen, Luc. D. D. 13, 1, u. pass. am höhern Platze sich zu Tische legen, ib. 2; s. προκατάκειμαι.

French (Bailly abrégé)

faire coucher (à table) à la première place ou sur un lit plus élevé que les autres.
Étymologie: πρό, κατακλίνω.
Par. προκατάκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατακλίνω med. een hogere plaats aan tafel hebben.

Russian (Dvoretsky)

προκατακλίνω: (ῑ) сажать выше (за столом): προκατακλίνεσθαί τινος Luc. сесть выше кого-л.

Greek Monolingual

Α
1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση του τραπεζιού
2. σκύβω εκ τών προτέρων
3. μέσ. προκατακλίνομαι
είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακλίνω/-ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω, παρακάθημαι σε γεύμα»].

Greek Monotonic

προκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, κάνω κάποιον να ξαπλώσει μπροστά από άλλους, σε Ιώσηπ. — Παθ., = προκατάκειμαι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πρὸ τῶν ἄλλων, π. χ. ἐν δείπνῳ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 2, 4. ― Παθ., = προκατάκειμαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 13. 1· κύπτω πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 6. 3.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to make to lie down before others, Joseph.:—Pass., = προκατάκειμαι, Luc.