προκατασκευάζω
English (LSJ)
A prepare beforehand, εἱρκτὰς ταῦτα π. X.Cyr.3.1.19, cf. D.S.15.47 (codd.); νίκην ib.3; φάρμακον D.C.60.34; fortify in advance, (εἰσβολάς) Aen. Tact.16.16; π. τινὰ εὔλυτον put him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—Med., φίλους Plb.4.32.7, cf. LXX Si.Prol.26, Gal.6.180:—Pass., Hp.Haem.3, Arist.Col.792b5, Plb.1.21.3. II Rhet., use the device of προκατασκευή 3, Hermog.Inv.3.2; -σκευαζόμενος στοχασμός Id.Stat. 3.
German (Pape)
[Seite 729] vorbereiten; Xen. Cyr. 3, 1, 19; τούτων προκατεσκευασμένων, Plut. Lys. 26; Pol. 1, 21, 3; auch med., προκατασκευασάμενος τὰ προειρημένα, 10, 22, 1; προκατεσκευασμένοι φίλους, 4, 32, 7.
French (Bailly abrégé)
préparer d'avance ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κατασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατασκευάζω vooraf regelen.
Russian (Dvoretsky)
προκατασκευάζω: тж. med. заранее готовить, подготовлять (τι Arst., med. Polyb.): ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; τούτων προκατασκευασμενων Plut. или προκατασκευασθέντων Polyb. когда это было подготовлено.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο
(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόν
αρχ.
1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.
β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.
γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)
2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)
3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευάζω: παρασκευάζω ἐκ τῶν προτέρων, προετοιμάζω, Πολύβ. 1. 21, 2, Διόδ. 15. 47· ἀναχώρησιν ἑαυτῷ Δίων Κ. 46. 38· ταῦτα πρ. εἱρκτάς, ὡς εἱρκτάς, ὡς φυλακάς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19. ― Μέσ., Πολύβ. 4. 32, 7, κτλ. ― Παθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 8.
Middle Liddell
fut. σω
to prepare beforehand, Xen.