καχέκτης
English (LSJ)
ου, ὁ, (κακός, ἕξις) A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. 2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Ggstz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.
Russian (Dvoretsky)
κᾰχέκτης: ου adj. m
1) находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2) злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.
Greek Monolingual
καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευέκτης, πλεονέκτης)].