χητοσύνη
English (LSJ)
ἡ, desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.
Russian (Dvoretsky)
χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].
Greek Monotonic
Middle Liddell
χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.