ἐμπειρικός

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, A experienced, ἁλιεῖς Arist.HA532b20. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός Id.GA742a17, cf. Alex.243, etc. 2 οἱ ἐμπειρικοί the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ -κή their doctrine,= Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S. Adv. -κῶς empirically, ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.15.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1experto, experimentado ἁλιεῖς Arist.HA 532b20.
2 que se basa en los datos de la experiencia, empírico δύναμις ἐ. capacidad de investigación empírica dicho del historiador Timeo, Plb.12.27a.3, cf. Procl.in Euc.p.26.5, 30.14, ἱστορία Phld.Rh.2.155Aur., ἐμπειρικὰ ὑπομνήματα tít. de una obra perdida de Sexto Empírico, S.E.M.1.61
subst. οἱ τῶν φιλοσόφων ... οἱ ... ἐμπειρικοί los filósofos empíricos entre los que se cuenta a Demócrito, Democr.B 10b.
3 medic. empírico, que sigue los postulados de la escuela empírica σημείωσιν ἐνπε[ιρική] ν diagnosis empírica Archibius (?) en Chirurg.Fr.Pap.2.2.4, cf. Gal.15.830, factio ab experimentis se cognominans empiricen Plin.HN 29.5, αἵρεσις Gal.Subf.Emp.36, ἰατρός ἐ. médico de la escuela empírica, médico empírico D.L.5.94, 9.116
como apelativo Σέξτος ὁ ἐ. dicho de Sexto Empírico, D.L.9.116, cf. CIRB 655 (Panticapeo II d.C.)
frec. plu. οἱ ἐμπειρικοί los empíricos, los médicos de la escuela empírica Cels.proem.10, Plu.2.908a, οἱ ἐμπειρικοὺς ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες Gal.15.454, cf. 10.31, S.E.M.8.327
neutr. plu. Empírica, Tratados médicos según la escuela empírica tít. de una obra de Diodoro médico, Plin.HN 20.120.
II adv. -ῶς
1 de manera experta οἱ τοῖς ἐ. κεκραμένοις χρώμασι los pintores Apeles y Parrasio que con colores expertamente mezclados ... D.S.26.fr.1.1, cf. Alex.162.
2 con conocimiento empírico o científico οὐ λίαν ἐ. ἔχοντες τῶν συμβαινόντων sin un conocimiento científico de los datos Arist.GA 742a17.
3 según los postulados de la escuela empírica, empíricamente ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.10.117, 15.8.

German (Pape)

[Seite 811] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειρικός: II ὁ эмпирик (врач «эмпирической» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.
имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρικός: -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, αἵρεσις ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ γνῶσις καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπειρικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την πείρα, έμπειρος, πεπειραμένος
2. (κυρίως για γιατρό) εκείνος που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους χωρίς να διαθέτει επιστημονική συγκρότηση
νεοελλ.
1. (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη θεωρία
2. φρ. «εμπειρικός τύπος» — ο χημικός τύπος που παριστάνει το είδος τών ατόμων και την αριθμητική σχέση μεταξύ τους (χωρίς να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)
3. φρ. «Εμπειρική Σχολή»
α) η φιλοσοφική σχολή που δέχεται την εμπειριοκρατία
β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική διάγνωση
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐμπειρική
η πρακτική γνώση.