ἐπέξοδος

Revision as of 19:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, A march out against an enemy, ἐ. ποιήσασθαι πρός τινα Th.5.8; sortie, Aen. Tact. 23.1 (pl.), D.C.39.4. II attack for the purpose of revenge, Nic. Dam.130.17 J., Ph.2.314; for punishment, Id.1.283.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, das Ausrücken gegen den Feind, Thuc. 5, 8 u. Sp., wie D. Cass. 39, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
action de marcher à l'ennemi.
Étymologie: ἐπί, ἔξοδος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέξοδος: ἡ воен. выступление (против неприятеля), поход Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέξοδος: ἡ, ἔξοδοςπορεία ἐναντίον ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ἐκδίκησις, τιμωρία, Φίλων 2. 314.

Greek Monolingual

ἐπέξοδος, η (Α) έξοδος
1. έξοδος ή πορεία εναντίον του εχθρού
2. τιμωρία.

Greek Monotonic

ἐπέξοδος: ἡ, έξοδος, πορεία εναντίον του εχθρού, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπ-έξοδος, ἡ,
a march out against an enemy, Thuc.