ἔξαλος

Revision as of 08:41, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

English (LSJ)

ον, (ἅλς B) out of the sea, ἔ. ἰχθύς leaping out of the sea, Emp. 117; ἔ. τὸ σκάφος ἀνασπᾶν Luc.Am.8; ἔ. ἀΐσσειν Opp.H.2.593; πληγὴ ἔ. a blow on a ship's hull above water, Plb.16.3.8; τὰ ἔ. τῆς νεώς Luc.JTr.47; rising high out of the water, of islands, Str.17.1.52.

Spanish (DGE)

(ἔξᾰλος) -ον
1 fuera del mar, que emerge, emergido ἔ. ἰχθύς Emp.B 117.2, de peces φέρεται τὸ τρίτον μέρος ἔ. τὸ ζῷον el animal emerge con la tercera parte (del cuerpo) fuera del agua Plb.34.3.3, τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc.Am.8, ἡ αὐτὴ κώπη ἔναλος μὲν κεκλασμένη ἔ. δὲ εὐθεῖα el mismo remo quebrado dentro del agua del mar y recto fuera por el fenómeno de la refracción, S.E.P.1.119, cf. M.7.414 ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp.H.2.593, cf. 5.189, de tierras, islas (γῆν) ... τὴν ἔξαλον, ἐν ᾗ οἰκοῦμεν Str.1.3.4
neutr. plu. subst. τὰ λίαν ἔξαλα las partes emergentes de las islas, Str.17.1.52.
2 náut. que está sobre la línea de flotación ἐξάλους ἐλάμβανον τὰς πληγάς recibían golpes por encima de la línea de flotación Plb.16.3.12
neutr. plu. subst., en la construcción de naves τὰ ἔξαλα τῆς νεώς obra viva op. τὰ ὕφαλαobra muerta’, Luc.ITr.48.

German (Pape)

[Seite 866] aus dem Meere; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc. amor. 8; ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp. Hal. 2, 593; Ggstz ἔναλος κώπη, Sezt. Emp. adv. math. 7, 414; aus dem Meere hervorragend, Pol. 34, 3; Ggstz ὕφαλος, Luc. Iup. trag. 47; – fern vom Meere gelegen, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 hors de la mer, qui sort de la mer;
2 au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d'un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.
Étymologie: ἐξ, ἅλς¹.

Russian (Dvoretsky)

ἔξᾰλος: находящийся над поверхностью моря: τὰ ἔξαλα τῆς νεώς Luc. надводная часть корабля; ἡ ἔ. κώπη Sext. надводная часть весла; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπᾶν Luc. вытащить лодку из моря на берег; ἔξαλον λαβεῖν τὴν πληγήν Polyb. получить удар в надводную часть судна.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξᾰλος: -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ ὕφαλος, οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ σκάφος ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ κτύπημα εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος μέρος τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Στράβων 819.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξαλος, -ον) [[άλς, αλός]]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα)
τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά
2. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: out of the sea, far from the sea λ 134 = ψ 281 weakly attested v.l. for ἐξ ἁλός; Emp. 117 (ἰχθύς; from ἐξάλλομαι?)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis of ἐξ ἁλός. Hardly correct Leumanns, Hom. Wörter 55 n. 24, that ἔξαλος was read in the Odyssea-places.

Frisk Etymology German

ἔξαλος: {éksalos}
Meaning: außerhalb des Meeres, fern vom Meer, aus dem Meer hinausragend λ 134 = ψ 281 als schwach bezeugte v.l. für ἐξ ἁλός; Emp. 117 (ἰχθύς; auch auf ἐξάλλομαι bezogen), hell. u. sp. Prosa (Plb., Str., Luk.), Opp.
Etymology: Hypostase aus ἐξ ἁλός. Die Ansicht Leumanns, Hom. Wörter 55 A. 24, das dichterische Adjektiv ἔξαλος sei aus der Lesung der Odysseestellen entstanden, ist kaum haltbar.
Page 1,528