στέμφυλον

Revision as of 15:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, (< στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar. Eq. 806; mostly in plural, Hp. Acut. 64, Ar. Nu. 45 (ubi v. Sch.), Fr. 392; λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com. 38, cf. Androcl. ap. Arist. Rh. 1400a13, Ath. 2.56d. pl., mass of pressed grapes, Hp. Morb. 2.69, Aff. 27 (where it seems to be a drink), Lyc. 678, PSI 6.554.20 (iii BC), PCair. Zen. 527.8 (iii BC); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu. 6.4; σταφυλῆς στέμφυλα Arist. Fr. 107; in sg., Gal. 6.576. — Signf. 1 is said to be Attic by Phryn. 384.

German (Pape)

[Seite 934] τό, gew. im plur. τὰ στέμφυλα, die ausgepreßten u. ausgekernten Oliven; βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις, Ar. Nubb. 46, vgl. Equ. 803; Schol. κυρίως τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σταφυλῶν; also auch die ausgepreßten Weintrauben, Trester, in welcher Bdtg die genauern Attiker βρύτεα oder βρύτια vorzogen, vgl. Lob. zu Phryn. 405; ὄζοντα στεμφύλων, Alciphr. 3, 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 marc d'olives;
2 marc de raisin.
Étymologie: στέμβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέμφυλον -ου, τό [στέμβω] meestal plur. drab, droesem (van uitgeperste olijven of druiven).

Russian (Dvoretsky)

στέμφῠλον: τό преимущ. pl. оливковые выжимки, масличный жом Arph.: σταφυλῆς στέμφυλα Arst. виноградный жом.

Greek Monotonic

στέμφῠλον: τό (στέμβω), μάζα από πολτοποιημένες ελιές, από τις οποίες εξάχθηκε με την πίεση λάδι, πολτός, αποστραγγίσματα ελιάς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στέμφῠλον: τό, (στέμβω) ὄγκος ἐλαιῶν ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη τὸ ἔλαιον, τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, Λατ. fraces (ἐκ τοῦ frango), Ἀριστοφ. Ἱππ. 806· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Νεφ. 46 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἀποσπ. 345· λιπῶσι στεμφύλοις Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ποαστρ.» 1, πρβλ. Ἀνδροκλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 22, Ἀθήν. 56D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὄγκος σταφυλῶν, ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη ὁ οἶνος, «τσίπουρα», Λατ. floces, Ἱππ. 485. 39., 523. 29, Λυκόφρ. 678· σταφυλῆς στέμφυλα Ἀριστ. Ἀποσπ. 102. - Ἡ προτέρα σημασία λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παρ’ Ἀττ., Φρύνιχ. 405.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mass of olives from which th oil has been pressed (Ar.).
Other forms: στέμφυλα n. pl. (rarely sg.) squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass (IA.) with στεμφυλ-ίτιδες τρύγες grape-mass for wine (Hp.), -ίς id. (Ath.), -ίας οἶνος (pap. IIIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The connection with σταφυλή (s.v.) is clearly correct; it shows typical Pre-Greek prenasalization. (I don't understand Chantraine's objection to the semantics.) (Not in Furnée.)

Middle Liddell

στέμφῠλον, ου, τό, στέμβω
a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ὑπόλοιπα ἀπό ἐλιές ἤ σταφύλια, ἀπό ὅπου βγῆκε ὅλο τό λάδι ἤ τό κρασί, τσίπουρο). Ἀπό τό ρῆμα στέμβω (=ταράζω, πατῶ) πού εἶναι συγγενικό μέ τό στείβω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στέμβω: ἀστεμφής (=στερεός), σταφυλή, ἀσταφίς (=σταφίδα).