ἀνάγωγος
English (LSJ)
ον, ill-bred, Timo 51 (Sup.), Plu.2.147f; καύχησις Phld.Vit.p.27 J.; ἀ. καὶ ἀπαίδευτος τρόπος D.S.34/5.2.35; tasteless, σκώμματα Longin.34.2; ῥητορική D.H.Orat.Vett.1; unlearned, Plb. 12.25.6; dissolute, περὶ τὰς ἡδονάς Plu.2.140b; of horses and dogs, ill-broken, unmanageable, X.Mem.3.3.4, 4.1.3, prob. l. in Arist.Ath. 49.1. Adv. -γως Macho ap.Ath.13.580e, LXX 2 Ma.12.14 (Comp.); inerudite et ἀ. Tiro ap.Gell.6.3.12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inculto, falto de instrucción de pers. γραμμοδιδασκαλίδης Timo 51, συγγραφεύς Plb.12.25.6, cf. 34.14.3, PSI 1160.6 (I a.C.), Plu.2.46b, A.Al.1.2.6, PMasp.305.26 (VI a.C.)
•de abstr. ῥητορική D.H.Orat.Vett.1, καύχησις Phld.Vit.p.27, ἀμαθία Ph.1.170, λόγος Ph.1.693
•de caballos y perros indisciplinado, mal domado X.Mem.3.3.4, 4.1.3.
2 grosero τρόπος D.S.Fr.inc.34/35.2.35, σκώμματα Longin.34.2, σύνδειπνος Plu.2.147f
•disoluto ἀκρατὴς δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἀ. Plu.2.140b.
II adv. -ως de manera inculta, toscamente Macho 322, Tiro en Gell.6.3.12
•neutr. compar. como adv. LXX 2Ma.12.14.
German (Pape)
[Seite 185] (ἀγωγή), ohne gehörige Bildung, VLL. ὁ μὴ τῆς δεούσης ἀγωγῆς τετυχηκώς; öfter Plut.; superl. ἀναγωγότατος, Ath. XIII, 588 a; von Hunden, noch nicht abgerichtet, Ggstz καλῶς ἀχθεῖσαι, Xen. Mem. 4, 1, 3; von Pferden, nicht zugeritten, 3, 3, 4. – Adv. ἀναγώγως, roh, Gell. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans conduite, déréglé;
2 mal dressé (chien, cheval).
Étymologie: ἀ, ἀγωγή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγωγος:
1) невоспитанный, разнузданный, распущенный (περὶ τὰς ἡδονάς, ἐν τῷ πίνειν Plut.);
2) необученный, ненатасканный (κύων Xen.); необъезженный (ἵππος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγωγος: -ον, ὁ κακῶς ἀνατεθραμμένος, κακῶς ἠγμένος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Α· ἀμαθής, ἄνευ παιδεύσεως, Πολύβ. 12, 25, 6: ἀκόλαστος, Πλούτ. 2. 140Α, κτλ.: ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, ἀτίθασος, ἀδάμαστος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 3, 4., 4. 1, 3: ― Ἐπίρρ. -γως Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε.
Greek Monotonic
ἀνάγωγος: -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση· λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἀγωγή
ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.
Mantoulidis Etymological
(=κακοαναθρεμμένος). Ἀπό τό α στερητ. + ἀγωγή (=μόρφωση). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.