χαμαίδρυς

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ῠος, ἡ, A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.). 2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97. 3 = σκόρδιον, ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q.v.).

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ
βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys του γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά
αρχ.
είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δρῦς.

German (Pape)

υος, ἡ, eine Pflanze, trixago, Theophr. und Diosc.